- πολύκαιρος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό2. αυτός που υπάρχει από παλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + καιρός (πρβλ. εύκαιρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυκαιρίτικος — η, ο, Ν αυτός που υπάρχει από πολύ καιρό, μπαγιάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύκαιρος + κατάλ. ίτικος (πρβλ. μεγαρ ίτικος)] … Dictionary of Greek